- φλογοβολώ
- φλογοβόλησα, αμτβ., βγάζω φλόγες, πετάω φλόγες, λαμπαδιάζω: Κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου (Δ. Σολωμός).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φλογοβολώ — έω, Ν (αμτβ.) εκπέμπω φλόγες («κόλαση... κι όλη φλογοβολάει στα σωθικά μου», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φλογοβόλος. Η λ., στον λόγιο τ. φλογοβολέω, ῶ, μαρτυρείται από το 1843 στον Ιωάν. Ζαμπέλιο Λευκάδιο] … Dictionary of Greek
φλογοβολή — η, Ν [φλογοβολώ] εκπομπή φλογών, φλογοβόλημα … Dictionary of Greek
φλογοβολιά — η, Ν [φλογοβολώ] φλογοβολή … Dictionary of Greek
φλογοβόλημα — το, Ν [φλογοβολώ] φλογοβολή … Dictionary of Greek